Οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο κόσμος ασχολείται με μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις νέες εμπορικές συμφωνίες. Τέτοιες συμφωνίες που συνηθίζαμε να αποκαλούμε «συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου». Στην πραγματικότητα, ήταν χειραγωγημένες εμπορικές συμφωνίες, προσαρμοσμένες στα εταιρικά συμφέροντα, κυρίως των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα, αυτές οι συμφωνίες αναφέρονται πιο συχνά ως «συμπράξεις (Partnership)», όπως και στην Trans-Pacific Partnership (TPP). Αλλά δεν είναι συμπράξεις μεταξύ ίσων: οι ΗΠΑ υπαγορεύουν κυριαρχικά τους όρους. Ευτυχώς, οι «εταίροι» της Αμερικής γίνονται όλο και πιο ανθεκτικοί.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Οι συμφωνίες αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ το εμπόριο, διέπουν τις επενδύσεις και την πνευματική ιδιοκτησία, επιβάλλοντας θεμελιώδεις αλλαγές στο νομικό, δικαστικό και κανονιστικό πλαίσιο των κρατών, παρακάμπτοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Ίσως το πιο επαχθές – και πιο ανέντιμο – μέρος των συμφωνιών αυτών αφορά την προστασία των επενδυτών. Φυσικά, οι επενδυτές θα πρέπει να προστατεύονται από αδίστακτες κυβερνήσεις. Αλλά δεν αφορούν αυτό, αυτές οι διατάξεις. Υπήρξαν πολύ λίγες απαλλοτριώσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και οι επενδυτές οι οποίοι θέλουν να προστατεύσουν τον εαυτό τους μπορούν να αγοράσουν ασφάλιση από τον Πολυμερή Οργανισμό Εγγύησης Επενδύσεων[1], θυγατρικό της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς και οι ΗΠΑ και άλλες κυβερνήσεις παρέχουν παρόμοια ασφάλιση. Παρ ‘όλα αυτά, οι ΗΠΑ απαιτούν τέτοιες διατάξεις στον TPP, αν και πολλοί από τους «εταίρους» της έχουν προστασία της ιδιοκτησίας και δικαστικά συστήματα που είναι τόσο καλά όσο και των ΗΠΑ.
Η πραγματική πρόθεση των διατάξεων αυτών είναι να εμποδίσουν κανονισμούς για την υγεία, το περιβάλλον, την ασφάλεια, ακόμα και για τα χρηματοπιστωτικά, προκειμένου να προστατεύσουν την οικονομία και τους πολίτες των ΗΠΑ. Οι εταιρείες μπορούν να ενάγουν τις κυβερνήσεις για την πλήρη αποζημίωση τους από την ενδεχόμενη μείωση των αναμενόμενων μελλοντικών κερδών τους που προκαλείται από κανονιστικές αλλαγές.
Αυτό δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό ενδεχόμενο. Η Philip Morris ενάγει την Ουρουγουάη και την Αυστραλία οι οποίες απαίτησαν προειδοποιητική σήμανση στα τσιγάρα. Βεβαίως, και οι δύο χώρες πήγαν λίγο πιο πέρα από ό, τι οι ΗΠΑ, καθιστώντας υποχρεωτικές τις εικόνες που δείχνουν τις συνέπειες του καπνίσματος.
Η επισήμανση με εικόνες λειτουργεί. Είναι αποθάρρυνση του καπνίσματος. Έτσι τώρα η Philip Morris απαιτεί να αποζημιωθεί για την απώλεια κερδών.
Στο μέλλον, αν ανακαλύψουμε ότι κάποιο άλλο προϊόν προκαλεί προβλήματα υγείας (σκεφτείτε τον αμίαντο), αντί να αντιμετωπίζουν αγωγές για τη ζημιά που μας προκαλούν, οι βιομηχανίες θα μπορούσαν να ενάγουν τις κυβερνήσεις που τους περιορίζουν από το να σκοτώσουν περισσότερους ανθρώπους. Το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να συμβεί αν οι κυβερνήσεις μας επιβάλουν πιο αυστηρούς κανονισμούς για την προστασία μας από τις επιπτώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Όταν ήμουν πρόεδρος των Οικονομικών Συμβούλων, του Bill Clinton αντι-περιβαλλοντολόγοι προσπάθησαν να θεσπίσουν μια παρόμοια διάταξη, που ονομάζεται «κανονιστική υφαρπαγή»[2]. Ήξεραν ότι αν τεθούν σε ισχύ οι κανονισμοί, θα κατέληγαν σε αδιέξοδο, μόνο και μόνο επειδή η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να πληρώσει την αποζημίωση (σ.μ. που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των νέων κανονισμών). Ευτυχώς, καταφέραμε να σταματήσουμε την πρωτοβουλία, τόσο στα δικαστήρια όσο και στο Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Τώρα, όμως, οι ίδιες ομάδες επιχειρούν να καταστρατηγήσουν δημοκρατικές διαδικασίες με την εισαγωγή τέτοιων διατάξεων σε εμπορικούς κανόνες, το περιεχόμενο των οποίων παραμένει σε μεγάλο βαθμό μυστικό από το κοινό (αλλά όχι από τις εταιρείες, οι οποίες πιέζουν για αυτές). Μόνο από διαρροές και από συζητήσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους οι οποίοι δείχνουν αφοσιωμένοι στις δημοκρατικές διαδικασίες, μαθαίνουμε τι συμβαίνει.
Θεμελιώδους σημασίας για το σύστημα διακυβέρνησης της Αμερικής είναι ένα αμερόληπτο κρατικό δικαστικό σώμα, με τα νομικά πρότυπα που διαμόρφωσε κατά τη διάρκεια δεκαετιών, με βάση τις αρχές της διαφάνειας, σε πρώτο στάδιο, και της δυνατότητας της έφεσης κατά των δυσμενών αποφάσεων. Όλα αυτά πάνε στην άκρη, καθώς οι νέες συμφωνίες επιβάλουν ιδιωτική, μη-διαφανή, και πολύ ακριβή διαιτησία. Επιπλέον, η ρύθμιση αυτή είναι συχνά γεμάτη με συγκρούσεις συμφερόντων, για παράδειγμα, οι διαιτητές μπορούν να είναι «δικαστές» στη μία περίπτωση και συνήγοροι σε μια άλλη.
Η διαδικασία είναι τόσο ακριβή που έκανε την Ουρουγουάη να στραφεί προς τον Michael Bloomberg και άλλους εύπορους Αμερικανούς, ταγμένους υπέρ της υγείας, για να υπερασπιστεί τον εαυτό της από την Philip Morris. Και, αν και οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν δικαστική προστασία, άλλοι δεν μπορούν. Αν υπάρχει παραβίαση άλλων υποχρεώσεων – για εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα, για παράδειγμα – οι πολίτες, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ομάδες της κοινωνίας των πολιτών δεν έχουν καμία δυνατότητα δικαστικής προστασίας.
Αν υπήρξε ποτέ ένας μονόπλευρος μηχανισμός επίλυσης διαφορών, που παραβιάζει τις βασικές αρχές του δικαίου, είναι αυτός. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μαζί με κορυφαίους νομικούς των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων, από το Harvard, το Yale, και το Μπέρκλεϋ, γράψαμε μια επιστολή προς τον Πρόεδρο Barack Obama εξηγώντας πόσο επιζήμιες για το δικαιϊκό μας σύστημα είναι αυτές οι συμφωνίες.
Οι Αμερικανοί υποστηρικτές των συμφωνιών αυτών επισημαίνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν εναχθεί μόνο λίγες φορές μέχρι τώρα, και δεν έχουν χάσει ούτε μια υπόθεση. Οι εταιρείες, ωστόσο, τώρα μαθαίνουν πώς να χρησιμοποιούν αυτές τις συμφωνίες προς όφελός τους.
Και οι ακριβοπληρωμένοι δικηγόροι στις ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία θα υπερκεράσουν πιθανά τους κακοπληρωμένους δικηγόρους μίας κυβέρνησης που προσπαθούν να υπερασπιστούν το δημόσιο συμφέρον. Ακόμη χειρότερα, οι εταιρείες στις προηγμένες χώρες μπορούν να δημιουργούν θυγατρικές σε τρίτες χώρες μέσω των οποίων να επενδύσουν πίσω στην έδρα τους, και στη συνέχεια να ενάγουν, δίνοντάς τους ένα νέο τρόπο, έτσι, για να μπλοκάρουν τους κανονισμούς.
Αν υπήρχε ανάγκη για καλύτερη προστασία της ιδιοκτησίας, και αν αυτός ο ιδιωτικός, ακριβός μηχανισμός επίλυσης διαφορών ήταν ανώτερος από μια δημόσια δικαστική εξουσία, θα έπρεπε να τροποποιηθεί η νομοθεσία και όχι μόνο για τις ευκατάστατες αλλοδαπές εταιρείες, αλλά και για τους δικούς μας πολίτες και για τις μικρές επιχειρήσεις. Αλλά δεν έχει υπάρξει καμία τέτοια περίπτωση.
Οι κανόνες και οι κανονισμοί καθορίζουν το είδος της οικονομίας και της κοινωνίας στην οποία ζουν οι λαοί. Αυτοί επηρεάζουν τη σχετική διαπραγματευτική ισχύ, με σημαντικές επιπτώσεις στην ανισότητα, ένα αυξανόμενο πρόβλημα σε όλο τον κόσμο. Το ερώτημα είναι αν θα πρέπει να επιτρέπεται στις πλούσιες εταιρείες να χρησιμοποιούν διατάξεις κρυμμένες στις λεγόμενες εμπορικές συμφωνίες να υπαγορεύσουν πώς θα ζούμε στο εικοστό πρώτο αιώνα. Ελπίζω ότι οι πολίτες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τον Ειρηνικό να απαντήσουν με ένα ηχηρό όχι.
[1]http://www.miga.org/ ή http://en.wikipedia.org/wiki/Multilateral_Investment_Guarantee_Agency
[2] http://en.wikipedia.org/wiki/Regulatory_taking
______
Πηγή: project-syndicate.org